πεδίκλωμα

πεδίκλωμα
και περδίκλωμα ή περδούκλωμα, το [πεδικλώνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πεδικλώνω, τρικλοποδιά, υποσκελισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πε(ρ)δίκλωμα το — πεδίκλωμα, το και περδίκλωμα, το η πράξη και το αποτέλεσμα του πε(ρ)δικλώνω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπουρδούκλωμα — το [μπουρδουκλώνω] 1. μπλέξιμο, μπέρδεμα, ανακάτωμα 2. πρόχειρη κάλυψη μιας παρατυπίας ή αταξίας 3. το πεδίκλωμα …   Dictionary of Greek

  • πεδικλωμός — και περδικλωμός και περδουκλωμός, ο [πεδικλώνω] το πεδίκλωμα …   Dictionary of Greek

  • περδίκλωμα — το βλ. πεδίκλωμα …   Dictionary of Greek

  • πλίγμα — ατος, τὸ, Α [πλίσσομαι] 1. άνοιγμα τών ποδιών, η απόσταση ανάμεσα σε ανοιχτά πόδια, δρασκελιά, βήμα 2. το διάστημα μεταξύ τών μηρών, η πλιχάς* 3. (κατά τον Ησύχ.) παλαιστικό τέχνασμα, (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) πεδίκλωμα 4. στον πληθ. τὰ… …   Dictionary of Greek

  • σκέλισμα — ίσματος, τὸ, ΜΑ μσν. υποσκελισμός, πεδίκλωμα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἀείμνημα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει να θεωρηθεί μάλλον εσφ.] …   Dictionary of Greek

  • σκελισμός — ὁ, ΜΑ [σκελίζω] 1. υποσκελισμός, πεδίκλωμα 2. ενέδρα, δόλος 3. επιβουλή …   Dictionary of Greek

  • σκελιστής — ὁ, Α [σκελίζω] αυτός που ανατρέπει κάτι με πεδίκλωμα, με υποσκελισμό …   Dictionary of Greek

  • τρικλοποδιά — η 1. τοποθέτηση του ποδιού ανάμεσα στα πόδια κάποιου για να πέσει αυτός κάτω, πεδίκλωμα: Του βαλε τρικλοποδιά και τον έριξε. 2. μηχανορραφία, δόλια ενέργεια σε βάρος κάποιου: Του βάλανε τρικλοποδιές στη ζωή του, γι αυτό δεν προόδεψε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”